Στις απουσίες βρήκα ένα όνομα σαν από μοίρα καθαρό και ανυπεράσπιστο,
στης μνήμης το κενό “ξανά”, ανέβλυσε σαν ιστορία
Το ρώτησα από πού να ήρθε η αξιοσύνη
και μου έδειξε προς το δάσος με τις ζωντανές φωτιές και τα σάπια φύλλα
Ύστερα σώπασε η απορία και πήρα να ανηφορίζω
Προς το μνήμα, που είχαν κάποτε συναντηθεί το άλφα και το ωμέγα
Δεν ξαναβρήκα τις πολλαπλότητες της πρότερης ανάγνωσής μου, μόνο λιτά
τώρα και με κατανόηση
μου φώναζε η σαρκική εκδοχή
Ανέβα
