Από τα μετόχια
σαν ακούστηκε το σφύριγμα
Της γης οι μάρτυρες βγήκαν από τις σπηλιές
Άλαλοι, τυφλοί και άνομοι
Ο ήλιος χτυπούσε τα μηνίγκια τους
Το χιόνι άσπριζε τα σκότη τους
Και λιγοθυμούσαν στα πεζοδρόμια της πενίας
Από τους λόφους
σαν ακούστηκε η έκκληση
Του ουρανού οι μετέχοντες άνοιξαν τα φώτα
ενάρετοι, θεοφοβούμενοι και μυροφόροι
Τα σύννεφα θόλωναν τα βλέμματά τους
Η νύχτα σκοτείνιαζε τις φορεσιές τους
Και παραπατούσαν στα σύννεφα του ιδεατού
΄Ώσπου του ορίζοντα τη γραμμή
Που όρισε η απροσδιόριστη ένωση
Της γης και του ουρανού
Βρήκε τις λέξεις, τους νόμους και τα σέβη
Τις πράξεις και τις ιδέες
Προς ανθρώπους και θεούς,
Προς αυτούς που βλέπουν και αυτούς που εθελοτυφλούν
Και έτσι απαλά, απλά και χωρίς καμιά προαγγελία
Το “να είσαι και να εννοείς”
Έγινε ο Τοπόχρονος του Λόγου